Κυβερνοπόλεμος (Cyber Warfare)

Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ως συνέπεια κυρίως των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων στις επικοινωνίες αλλά και στην ανάπτυξη του διαδικτύου, άρχισαν να διαμορφώνονται οι συνθήκες εμφάνισης νέων μορφών πολέμου, άγνωστων μέχρι εκείνη την περίοδο. Η σημαντικότερη κατηγορία απ’ αυτές τις μορφές ταυτοποιήθηκε με τον όρο «κυβερνοεπιθέσεις» (cyberattack) ή με τον γενικότερο «κυβερνοπόλεμοι» (cyber warfare).

Μέχρι σήμερα, σε μια πολεμική διαμάχη ή σε μια στρατιωτική ενέργεια, επικρατούσε η αρχέγονη επιδίωξη επικράτησης επί του αντιπάλου, με τις δυνατόν χαμηλότερες απώλειες, σε προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά και σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (πεδίο μάχης).

Στο σύγχρονο πεδίο μάχης, πέρα απ’ την αναγκαία ισχύ πυρός σε ξηρά, αέρα και θάλασσα, καταλυτικά στοιχεία επικράτησης επί του αντιπάλου θεωρούνται πλέον τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνιών όπως οι τηλεπικοινωνίες, που αποτελούν αναγκαία υποδομή για άμεση (ει δυνατόν και ακαριαία) διακίνηση εξειδικευμένων και τεράστιου όγκου πληροφοριών.

Οι αποδέκτες αυτού του όγκου πληροφοριών είναι μια πληθώρα επιμέρους εμπλεκόμενων στη συγκεκριμένη στρατιωτική επιχείρηση, με σημαντικό και διακριτό όμως ρόλο στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επιβολής να έχει ο καθένας, και που χωρίς τις διακινούμενες πληροφορίες θα περιορίζονταν δραματικά.

Για παράδειγμα, ένα αεροσκάφος έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου (το γνωστό AWACS) είναι σχεδιασμένο για την ανίχνευση άλλων αεροσκαφών, πλοίων και οχημάτων, σε μεγάλες αποστάσεις (ακόμη και πάνω από 400km) και για την εκτέλεση ελέγχου και διοίκησης. Απ’ το αεροσκάφος αυτό, άμεσα, γίνεται διεύθυνση πληγμάτων μαχητικών και επιθετικών αεροσκαφών σε περιοχές που διεξάγονται μάχες. Χαρακτηριστικά, με δύο τέτοια αεροσκάφη που πετούν στα 30.000 πόδια, μπορούν να καλύπτουν με διακίνηση πληροφοριών για στόχους, την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, υποστηρίζοντας τοπικές πολεμικές επιχειρήσεις, που διεξάγονται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, π.χ. σε κάποια χώρα της Βόρειας Αφρικής ή την Κύπρο ή την ελληνική επικράτεια.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι στον «κυβερνοπόλεμο», η κλασική έννοια του «πεδίου της μάχης», όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, αντικαθίσταται με την έννοια του «κυβερνοχώρου» (cyber space). Αυτό το «πεδίο μάχης» δεν προσδιορίζεται με τις κλασικές έννοιες του γεωγραφικού μήκους και πλάτους, αλλά με την παραδοχή της έννοιας ενός δυναμικού «πεδίου μάχης», που αποκτά υπόσταση, αόριστα, στο διαδικτυακό φάσμα. Αρα ως «κυβερνοχώρος» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα δίκτυο ανθρώπων, φορέων ή δημόσιων ή και ιδιωτικών υπηρεσιών, εταιρειών κ.ά., όπου κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών θα είναι η ύπαρξή τους σαν δίκτυο, μέσω Η/Υ και των τηλεπικοινωνιών, ανεξαρτήτως γεωγραφικού χώρου.

Στα σύγχρονα μέτωπα επιχειρήσεων «πεδία μαχών», παρά τις προαναφερόμενες εξελίξεις, ακόμη παραμένει στο κέντρο του σχεδιασμού των επιχειρησιακών επιδιώξεων, σχεδόν του συνόλου των κρατών ή συνασπισμού κρατών, η ιδέα της κλασικής εδαφικής άμυνας. Ομως οι αναδυόμενες νέες απειλές, κυρίως επειδή αυτές εδράζονται στο υπόβαθρο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, έρχονται όλο και περισσότερο σε αντίθεση με αυτή την ιδέα. Για παράδειγμα, αλλού είναι τα εδαφικά σύνορα π.χ. της Ρωσίας, των ΗΠΑ ή της Κίνας, και σε άλλες περιοχές συγκρούονται για τα μεταξύ τους αντικρουόμενα συμφέροντα. Τα σύνορα πλέον γίνονται διαπερατά όχι μόνο από πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς π.χ. βαλλιστικούς, αλλά και από τις «άυλες» απροσδιόριστης προέλευσης «κυβερνοεπιθέσεις».

Μέσα από το πρίσμα του «κυβερνοπολέμου» και της «κυβερνοάμυνας» μπορεί να δει κανείς και την αντιπαράθεση για τα δίκτυα 5G, όπου πρωταγωνιστούν οι ΗΠΑ, ως πρώτη ιμπεριαλιστική δύναμη και ισχυρότερος εταίρος στο ΝΑΤΟ, αλλά και η Κίνα, που αμφισβητεί την αμερικανική πρωτοκαθεδρία και διαθέτει ανταγωνιστική τεχνολογία αιχμής στον τομέα της ανάπτυξης δικτύων.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ΝΑΤΟ, με την αναγνώριση του «κυβερνοχώρου» ως νέου πεδίου δραστηριότητας, μαζί με την ξηρά, τον αέρα και τη θάλασσα, προέτρεψε (υποχρέωσε) κάθε κράτος – μέλος του να αναπτύξει τις «δικές» του δυνατότητες στην «κυβερνοάμυνα», αλλά και στην οργάνωση υποδομών για «κυβερνοεπιθέσεις».

Εδώ όμως γεννάται το ερώτημα: Πώς μπορεί να αμυνθεί κάποιος εναντίον αυτών των τύπων των απειλών;

Κι αυτό το βασικό ερώτημα είναι που απασχόλησε τους επιχειρησιακούς σχεδιαστές της λυκοσυμμαχίας του ΝΑΤΟ. Σχεδιάζοντας την προοπτική των μελλοντικών ΝΑΤΟικών επιχειρήσεων, για επεμβάσεις σ’ όλο τον πλανήτη, δηλαδή σε κάθε σημείο όπου διακυβεύονται τα συμφέροντα των μονοπωλίων που υπηρετεί, απασχολεί το ΝΑΤΟ σοβαρά όχι πλέον η πιθανότητα, αλλά η βεβαιότητα ότι μπορεί να δοθεί εντολή για επιθέσεις εναντίον του και σε μη κρατικούς πρωταγωνιστές από κρατικούς πρωταγωνιστές. Στο πλαίσιο αυτό, τον Μάη του 2019, ο Στόλτενμπεργκ είχε δηλώσει πως το ΝΑΤΟ δεν θα διατηρήσει μια αποκλειστικά αμυντική στάση στο πεδίο του «κυβερνοπολέμου», λέγοντας πως οι ηγέτες των κρατών – μελών «έχουν συμφωνήσει να ενσωματώσουν τις εθνικές τους επιθετικές δυνατότητες στον κυβερνοχώρο στις επιχειρήσεις και τις αποστολές της συμμαχίας».

Γίνεται πλέον φανερό ότι προκύπτουν νέα δεδομένα. Αυτά συντείνουν στην ανάπτυξη μιας νέας στρατηγικής αντίληψης, που θα αποσκοπεί στην κατανόηση αλλά και την αντιμετώπιση του λεγόμενου «Πληροφοριοκεντρικού Πολέμου» (Info Based Warfare), με «ειδικότερη υποκατηγορία» τον κυβερνοπόλεμο. Ο πόλεμος αυτός, έχοντας στο επίκεντρό του την έννοια της «πληροφορίας», διαφέρει απόλυτα από κάθε γνωστό μέχρι σήμερα μοντέλο. Θα δίνει τη δυνατότητα στον δρώντα (κράτη, διεθνείς οργανισμούς, παραστρατιωτικές οργανώσεις, πολιτοφυλακές κ.ά.) να επιβάλει τη θέλησή του επί του αντιπάλου, αιφνιδιαστικά και κυρίως αποτελεσματικά. Αυτό θα μπορεί να συμβεί και συμβαίνει σε μικρή όμως ακόμη κλίμακα, ακόμη και σε περίοδο ιμπεριαλιστικής ειρήνης σαν αυτή που διάγουμε, προσβάλλοντας κομβικά οικονομικά, διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα, φτάνοντας μέχρι το σημείο αδρανοποίησης ή και ολικής αχρήστευσής τους.

 

Νίκος ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Αντισυνταγματάρχης ε.α.,
μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της ΕΕΔΥΕ &
Βουλευτής του ΚΚΕ

Next Post